Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό, φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη. Ένα ψαροκάικο δίχως ρότα.
«Πού πάμε, καπετάνιο;» με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι.
«Όπου πάν’ τα κύματα!» λέω επίσημα εγώ.
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα.
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει.
Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους αληταράδες. Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες. Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά. Πού να χωρέσουν μέσα μου όλ’ αυτά; Πού να στριμωχτούν, πανάθεμά τα; Πάντως, αυτό που έχω σίγουρα καταλάβει είναι πως δεν μου πάει η κουστουμιά του κανονικού ανθρώπου. Σαν κλόουν γίνομαι κάθε φορά που προσπαθώ να τη φορέσω.
Στο Σκισμένο Ψαθάκι, η αφήγηση της Αλκυόνης Παπαδάκη περιστρέφεται γύρω από μια βαθιά δυσλειτουργική οικογένεια, αποτυπώνοντας με λυρισμό σχέσεις και καταστάσεις που φαντάζουν ακραίες κι όμως υπάρχουν παντού γύρω μας, φωτίζοντας τις πιο αγνές αλλά και τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.