«Το πρώτο λεπτό μετά τον θάνατό της, η συνείδηση της Τεκίλα Λεϊλά άρχισε να φθίνει, αργά και σταθερά, σαν την άμπωτη που απομακρύνεται από την ακτή…»
Για τη Λεϊλά, κάθε λεπτό μετά τον θάνατό της φέρνει στην επιφάνεια μια ανάμνηση των αισθήσεών της: κατσίκι με μπαχαρικά στιφάδο, εκείνο που θυσίασε ο πατέρας της για να γιορτάσει τη γέννηση του πολυπόθητου γιου· μπρίκια όπου αχνίζουν το λεμόνι με τη ζάχαρη για να αποτριχώνουν οι γυναίκες τις γάμπες τους, ενόσω οι άντρες προσεύχονται· τον καφέ με τους σπόρους καρδάμωμου που μοιράζεται μ’ έναν ωραίο φοιτητή στο πορνείο όπου δουλεύει. Κάθε ανάμνηση που αχνοσβήνει φέρνει πίσω τους φίλους που απέκτησε στη γλυκόπικρη ζωή της – φίλους που τώρα ψάχνουν απελπισμένα να τη βρουν…